Εκείνοι οι άνθρωποι, οι “όλα καλά”
Τα αντιμετωπίζουν άλλοτε στωικά κι άλλοτε βουλιάζοντας στην απελπισία, άλλοτε δυναμικά κι άλλοτε παραδομένοι στη μοίρα τους.
Πονάνε, κλαίνε, απελπίζονται, θυμώνουν, μα πάντα μόνοι τους. Κανείς δεν ξέρει, κανείς δε φαντάζεται… Είναι εκείνοι οι άνθρωποι, που όταν τους ρωτήσεις «Τι κάνεις?» θα σου απαντήσουν «Όλα καλά!». Κι ας μην είναι. Λες και δεν πρέπει να βαρύνουν κανέναν με τη θλίψη τους. Κανέναν, εκτός από τον εαυτό τους. Ντύνονται μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο για να κρύψουν το γκρίζο της ψυχής τους, σα να μπορούν έτσι να ξορκίσουν τον πόνο, να τον διώξουν μακριά. Μα ο πόνος επιμένει, κι όσο δεν τον μοιράζονται τόσο μεγαλώνει, τους κυριεύει, γίνεται βάρος ασήκωτο μέσα τους, μέχρι που το γκρίζο γίνεται μαύρο και τους πνίγει. Μα εκείνοι επιμένουν να λένα «Όλα καλά!». Σα να προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους, γιατί τους άλλους τους έχουν ήδη πείσει.
Κι όμως, αν μπορούσε κάποιος να δει μέσα τους θα έβλεπε το γκρίζο κι από κάτω καλά κρυμμένο ένα κόκκινο, σαν αίμα, το κόκκινο της αγάπης. Αν κάποιος κοίταζε βαθιά στα μάτια τους θα έβλεπε πίσω από το καλά κρυμμένο δάκρυ το πράσινο της ελπίδας. Αν κάποιος μπορούσε να αφουγκραστεί τον ψίθυρο πίσω από αυτό το «Όλα καλά!» θα άκουγε μια κραυγή«Σε χρειάζομαι, σ’ έχω ανάγκη, σ’ αγαπώ!».
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αγαπηθούν. Να νιώσουν αποδεκτοί, επιθυμητοί, απαραίτητοι. Και νομίζουν ότι μόνο έτσι θα τα καταφέρουν, μόνο αν είναι «Όλα καλά!». Και κρύβονται. Μη βαρύνουν τους άλλους, μην τους κουράσουν. Μόνο που μαζί με τον πόνο τους κρύβουν άθελά τους και την αγάπη τους, και τη λαχτάρα τους να αγαπηθούν. Και περιμένουν…
Και φτάνει κάποτε η στιγμή που αυτό το «Όλα καλά!» είναι δυσβάστακτο, φορτίο ασήκωτο πια στην ψυχή τους, και πονάει όλο και πιο πολύ. Δεν το αντέχουν, λυγίζουν. Κι επιλέγουν για άλλη μια φορά τη μοναξιά τους, κρύβονται και προσπαθούν να ξανασηκωθούν, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να συνεχίσουν… Ελπίζονται ότι οι άλλοι δε θα καταλάβουν.
Μα στο βάθος παρακαλάνε να βρεθεί κάποιος, εκείνος ο ένας, που θα νοιαστεί, που θα δει το δάκρυ πίσω από το απατηλό βλέμμα, που θα δει το κόκκινο πίσω από το γκρίζο, που θα δει την αγάπη πίσω από την αυτάρκεια και κυρίως την ανάγκη αυτών των ανθρώπων να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, να ανήκουν κάπου, να νιώσουν επιτέλους ασφαλείς. Πόσο πιο απλό θα ήταν να ανοιχτούν σ’ αυτούς που αγαπάνε, να τους πλησιάσουν και να απλώσουν το χέρι να κρατηθούν. Γιατί φοβούνται τόσο πολύ; Ίσως αν μίλαγαν να ήταν όλα αλλιώς…
Μα δεν τολμούν… Και περιμένουν… Και υπομένουν… Και πονάνε… Και κλαίνε… Και ελπίζουν… Και χάνουν… Μα πάντα λένε «Όλα καλά!».
Κι όμως, αν μπορούσε κάποιος να δει μέσα τους θα έβλεπε το γκρίζο κι από κάτω καλά κρυμμένο ένα κόκκινο, σαν αίμα, το κόκκινο της αγάπης. Αν κάποιος κοίταζε βαθιά στα μάτια τους θα έβλεπε πίσω από το καλά κρυμμένο δάκρυ το πράσινο της ελπίδας. Αν κάποιος μπορούσε να αφουγκραστεί τον ψίθυρο πίσω από αυτό το «Όλα καλά!» θα άκουγε μια κραυγή«Σε χρειάζομαι, σ’ έχω ανάγκη, σ’ αγαπώ!».
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αγαπηθούν. Να νιώσουν αποδεκτοί, επιθυμητοί, απαραίτητοι. Και νομίζουν ότι μόνο έτσι θα τα καταφέρουν, μόνο αν είναι «Όλα καλά!». Και κρύβονται. Μη βαρύνουν τους άλλους, μην τους κουράσουν. Μόνο που μαζί με τον πόνο τους κρύβουν άθελά τους και την αγάπη τους, και τη λαχτάρα τους να αγαπηθούν. Και περιμένουν…
Και φτάνει κάποτε η στιγμή που αυτό το «Όλα καλά!» είναι δυσβάστακτο, φορτίο ασήκωτο πια στην ψυχή τους, και πονάει όλο και πιο πολύ. Δεν το αντέχουν, λυγίζουν. Κι επιλέγουν για άλλη μια φορά τη μοναξιά τους, κρύβονται και προσπαθούν να ξανασηκωθούν, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να συνεχίσουν… Ελπίζονται ότι οι άλλοι δε θα καταλάβουν.
Μα στο βάθος παρακαλάνε να βρεθεί κάποιος, εκείνος ο ένας, που θα νοιαστεί, που θα δει το δάκρυ πίσω από το απατηλό βλέμμα, που θα δει το κόκκινο πίσω από το γκρίζο, που θα δει την αγάπη πίσω από την αυτάρκεια και κυρίως την ανάγκη αυτών των ανθρώπων να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, να ανήκουν κάπου, να νιώσουν επιτέλους ασφαλείς. Πόσο πιο απλό θα ήταν να ανοιχτούν σ’ αυτούς που αγαπάνε, να τους πλησιάσουν και να απλώσουν το χέρι να κρατηθούν. Γιατί φοβούνται τόσο πολύ; Ίσως αν μίλαγαν να ήταν όλα αλλιώς…
Μα δεν τολμούν… Και περιμένουν… Και υπομένουν… Και πονάνε… Και κλαίνε… Και ελπίζουν… Και χάνουν… Μα πάντα λένε «Όλα καλά!».
Εκείνοι οι άνθρωποι, οι “όλα καλά”
Reviewed by Unknown
on
10:30:00 π.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: