Με πόσες βάρκες ναυάγησες τα “θέλω” σου.. Ενώ δεν έπρεπε;


Κάποτε, εντελώς τυχαία έγινε μια τηλεφωνική γνωριμία.
Εκείνος υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία..
Εκείνη φοιτήτρια.. Η μοίρα θέλησε να τους ενώσει με το κατά λάθος τηλεφώνημα..
Η απόσταση τους η θάλασσα.
Και η προσμονή τους..

Το απολυτήριο εκείνου.. Δυο τελευταίοι βασανιστικοί μήνες έφταναν στο τέλος..
Εκείνη από την μεριά της ποτέ δεν πίστευε ότι θα πήγαινε να την συναντήσει..
Η οικονομική του κατάσταση δεν το επέτρεπε..
Απολύθηκε τελικά και την επόμενη ημέρα είχε πιάσει δουλειά..
Στην οικοδομή το πρωί..στην ταβέρνα το βράδυ..

Κι εκείνη το μόνο που μπορούσε να κάνει..
Να του λέει συνέχεια στα γράμματα στο τηλέφωνο..
“Μάλλον δεν θέλεις να έρθεις και σε πιέζω..”

Ώσπου μετά από 20 ημέρες του είπε.. “Ας το αφήσουμε καλύτερα.. Δεν είναι γραφτό να βρεθούμε..”
“Εντάξει της είπε εκείνος..”
Την επόμενη ζήτησε από τα αφεντικά του να τον πληρώσουν κι αν μπορούσε να λείψει για μια ημέρα..

Η απάντηση τους ήταν αρνητική..
Μέτρησε τα χρήματά του..
Ήταν πολύ λίγα..
Μα πολύ μεγάλη η θέλησή του..
Βάζει σε έναν σάκο δυο ρούχα και ξεκινάει για τον σταθμό των τρένων..
Μετά από 2 ώρες περπάτημα..και αναμονή 3 ώρες..έφτασε το τρένο..

Επιβιβάζεται επιτέλους και μετά από 3 ώρες έφτασε στον Πειραιά.
Τρέχει, βγάζει εισιτήριο και πιάνει την αποβάθρα όπου θα έφευγε το καράβι του.
Μονολογούσε..
“Να χα μια βάρκα..πόσο πιο γρήγορα θα πήγαινα..”
Επιβιβάζεται επιτέλους μετά από 4 ώρες και σε άλλες 12 ώρες θα αντίκριζε το κατά λάθος που μπήκε στην ζωή του.
Κι όλο αυτό για να δει την άγνωστη που δεν τον πίστεψε..

Επιτέλους στεριά..
Άγρυπνος από την λαχτάρα, κατάκοπος από το ταξίδι.. Κι όμως έλαμπε από χαρά..
Κατάφερε να πάει.. Ενώ αποβιβάστηκε έτρεξε στην διεύθυνση που είχαν τα γράμματα της..
Βρίσκει την πολυκατοικία..
Παίρνει βαθιά ανάσα και χτυπάει το κουδούνι.. Απάντηση καμία.. Χτυπάει δεύτερη φορά..
Τρίτη..τέταρτη.. Απάντηση καμία..
Κάθεται στην είσοδο της πολυκατοικίας..
Όλο αυτό το ταξίδι, για το τίποτα..
Του απόμεναν 10 ώρες για να γυρίσει πάλι στο λιμάνι και να φύγει..

Μάζεψε όλη την θλίψη του και αγκάλιασε τα σκαλοπάτια της εισόδου..
Τα μάτια του έκλειναν από την ταλαιπωρία..
8 ωρες είχαν περάσει..
Σε 2 ώρες θα άφηνε τα σκαλοπάτια που ανεβοκατέβαινε η άγνωστη..
Κι ενώ το πήρε απόφαση..

Λίγο πριν σηκωθώ ακούω μια φωνή να μου λέει..
“Μπορώ να περάσω κύριε;”
Ανασηκώνω τα μάτια και την βλέπω μπροστά μου χαμογελαστή..
“Άργησες” της είπα..
Παγώνει και σωριάζεται εμπρός μου.. Ενώ συνήλθε μιλήσαμε εκεί στην είσοδο..
Αλλά έπρεπε να φύγω.. Να με παρακαλάει να μείνω.. Κι εγώ έφυγα..
Πλέον στην πρύμνη του καραβιού να λούζω την ανακατεμένη θάλασσα με τα δάκρυα μου..
Και μια φωνή.. Να μου λέει.. Κατέβα.. Σε παρακαλώ..

“Με πόσες βάρκες ναυάγησες.. Τα θέλω σου.. Ενώ δεν έπρεπε..;”



Με πόσες βάρκες ναυάγησες τα “θέλω” σου.. Ενώ δεν έπρεπε; Με πόσες βάρκες ναυάγησες τα “θέλω” σου.. Ενώ δεν έπρεπε; Reviewed by Unknown on 11:00:00 μ.μ. Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.