Κι όταν πια δεν είχε κάτι άλλο να τους δώσει, λυτρώθηκε


Ενα παιδί κουλουριασμένο κάτω από το τραπέζι. Ενα τραπέζι, ένα οποιοδήποτε τραπέζι, ο κόσμος της όλος. Θωρακισμένη μέσα του, το δικό της παιδικό καταφύγιο. Οπλα της η φωνή της, ούρλιαζε το φύγε, εκλιπαρούσε το μείνε, μάταια πάντα. Η μοναξιά ντύθηκε σάρκα.

Την είχαν θηλάσει με αίμα. Τι χρώμα να εχει ο πουριτανισμός του αίματος; Πάγος πάντα. Το λάτρευε, το σιχαινόταν, το ξέρναγε. Έρεε στις φλέβες της, στην κοιλιά, στο στόμα, στην καρδιά της. Ήταν η συνέχεια τους, όλα αυτά που θέλησαν και δεν μπόρεσαν, έπρεπε να την μάθουν να σκοτώνει, να γευτεί το ξένο αίμα. Αυτοί βλέπετε δεν είχαν δικό τους, την χρειαζόντουσαν. Απο καιρό είχε παγώσει, είχε γίνει κενό. Ισως να μην είχαν ποτέ. Χωρίς καρδιά πως να διεκδικήσεις το αίμα;

Τι κι αν ήταν παιδί τους, διψούσαν. Είχαν ξυρίσει τα μαλλιά τους, είχαν ντυθεί με τις καθως πρέπει ποδιές τους, φόρεσαν όλο τον πουριτανισμό και έβγαιναν κυνήγι, κρατώντας πάντα το σταυρό στο χέρι, για το καλό της ανθρωπότητας, νέο αίμα να ρουφήξουν. Προτιμούσαν αίμα παιδικό, όσο πιο γρήγορα το πιεις, όσο πιο γρήγορα συρρικνώσεις την καρδιά, τόσο πιο εύκολα, παγωμένους, νεκρούς στρατιώτες θα φτιάξεις, έτοιμους να σκοτώσουν. Το είδος του σταυρού αδιάφορο πάντα.

Αυτή τους αντιστεκόταν απο μωρό, πριν καν περπατήσει, δεν ήθελε τα φιλιά τους, ξερναγε το αίμα που την τάιζαν, δεν ήθελε το χνώτο τους. Τι κι αν γεννήθηκε απο την κοιλιά τους, σίγουρα δεν είχε γεννηθεί απο τα σπλάχνα τους. Μπουσούλαγε στα τέσσερα, ακόμα και όταν έμαθε να περπατάει, σαν αγρίμι μπουσούλαγε, έτρεχε να κρυφτεί, πήδαγε, πάνω απο τα σαρκαστικά σαρκώδη χείλη τους, τα δόντια τους ξέφευγε. Κάτω απο το παιδικό της τραπέζι κρυβόταν.
Όρθωνε ολογυρά της αχινούς, ήξερε ότι το κυρίως γεύμα ήταν αυτή. Δεν είχε όμως το κουράγιο να φύγει. Δεν είχε το κουράγιο τον ομφάλιο λώρο να κόψει. Φοβόταν. Ένιωθε τις φλέβες της να καίγονται, να πυροπολούνται, ήξερε ότι δυνάμωνε. Ένα ηφαίστειο αίματος κόχλαζε μέσα της. Φοβόταν μήπως γίνει σαν κι αυτούς. Μετά τον βρασμό έρχεται πάντα η εξάτμιση.

Εκλεισε τα μάτια, σφράγισε τα χείλη, ήχος να μην ακουστεί, όρμηξε πάνω στα αγκάθια.
Όλο της το κορμί αιμορραγούσε, έτρεξαν οι γονείς, άντρας, φίλοι, όχι για να τη σώσουν μα το αίμα της να γευτούν, περίμεναν τόσο καιρό. Αιμορραγούσε, καιγόταν, μα το αίμα δεν έλεγε να κοπάσει. Μια θάλασσα αίμα. Όρμηξε πάνω τους με όλη της την καρδιά, την ξερίζωσε, την κράτησε στα χέρια, μοναδικό της όπλο. Τους έπνιξε. Πνίγηκε. Αναστήθηκε.

Όχι στα ουράνια
Μέσα της.

αναπνοές


Κι όταν πια δεν είχε κάτι άλλο να τους δώσει, λυτρώθηκε Κι όταν πια δεν είχε κάτι άλλο να τους δώσει, λυτρώθηκε Reviewed by Unknown on 10:47:00 μ.μ. Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.